- ὄφιος
- ὄφιςserpentmasc gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όφιος — ο το φίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < όφις κατά το σκορπιός] … Dictionary of Greek
Ὄφιος — Ὄφις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHIMAERA — I. CHIMAERA mcns Lyciae ignivomus, in cuius cacumine leones habitant: in medio autem, ubi pacuis abundat, caprae; in radicibus autem serpentes. Hinc factus fabulae locus, Chimaeram monstrum esse, quod flammas evomat, caput et pectus leonis habens … Hofmann J. Lexicon universale
κηρότροφος — (I) κηρότροφος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από κερί, κηρόπλαστος, κέρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + τροφός (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό τροφος, οικό τροφος]. (II) κηρότροφος, ον (Α) αυτός που τρέφει τον θάνατο, θανατηφόρος («ὅτε λυγρὰ θαλπούσης ὄφιος… … Dictionary of Greek
όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… … Dictionary of Greek